- σφιγκτά
- σφιγκτόςtight-boundneut nom/voc/acc plσφιγκτά̱ , σφιγκτόςtight-boundfem nom/voc/acc dualσφιγκτά̱ , σφιγκτόςtight-boundfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφίγκτας — σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc acc pl σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek
σφίγκται — σφίγκτης masc nom/voc pl σφίγκτᾱͅ , σφίγκτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)